σύμφθογγος

σύμφθογγος
σύμ-φθογγος, mittönend, einstimmig

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σύμφθογγος — sounding together masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμφθογγος — ον, Α ομόηχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φθογγος (< φθόγγος), πρβλ. πρόσ φθογγος] …   Dictionary of Greek

  • ξύμφθογγος — σύμφθογγος , σύμφθογγος sounding together masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”